- αναγνωσματοποιώ
- (ε) μετ. превращать хронику В газетный роман
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναγνωσματοποιώ — ( έω) μεταβάλλω σε μυθιστορηματικά αναγνώσματα γεγονότα που ενδιαφέρουν το πολύ κοινό και τά δημοσιεύω σε εφημερίδες ή περιοδικά σε συνέχειες η πράξη λέγεται αναγνωσματοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγνωσματοποιός < ανάγνωσμα + ποιός < ποιώ] … Dictionary of Greek
αναγνωσματοποιώ — ποίησα, μεταβάλλω σε δημοσιογραφικό ανάγνωσμα διάφορα επίκαιρα γεγονότα: Μερικές εφημερίδες αναγνωσματοποίησαν τα τελευταία πολιτικά γεγονότα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)